- αποκάθαρση
- η (AM ἀποκάθαρσις, -εως)1. ο πλήρης καθαρισμός2. ο εξαγνισμός, η εξιλέωση3. απέκκριση, αποβολή περιττωμάτωναρχ.-μσν.η σκουριά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… … Dictionary of Greek
χωνευτήριο — το / χωνευτήριον, ΝΜΑ, και χωνευτήρι Ν μεταλλευτική χοάνη κατάλληλη για την τήξη και την αποκάθαρση μετάλλου, χυτήριο νεοελλ. 1. (ειδικότερα) α) δοχείο από πυρίμαχο υλικό που χρησιμοποιείται στα εργαστήρια για την τήξη ή την πύρωση διαφόρων… … Dictionary of Greek
Ιούδας ο Μακκαβαίος — (; – 160 π.Χ.). Τρίτος γιος του ιερέα Ματταθία, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του στην αρχηγία της επανάστασης των Εβραίων για θρησκευτική ελευθερία (166 π.Χ.) εναντίον του Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς. H πολεμική σύρραξη άρχισε όταν o Αντίοχος… … Dictionary of Greek
Μάρμπουργκ-αν-ντερ-Λαν — (Marburg an der Lahn). Πόλη (περ. 80.000 κάτ.) της Γερμανίας, στο κρατίδιο Έσεν. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Λαν. Ιδρύθηκε κατά το τέλος του 12ου αι. και το 1227 είχε καθεστώς κοινότητας, χάρη στη χάρτα που της παραχώρησε ο Λουδοβίκος… … Dictionary of Greek
Ταλαμάνκα — Μεγάλη γλωσσική οικογένεια Ινδιάνων της Αμερικής. Ο σημαντικότερος αριθμός μελών της κατοικεί στην ομώνυμη περιοχή όπου και η ομώνυμη επίσης οροσειρά. Στην οικογένεια των Τ. ανήκουν οι Τέραμπα, οι Βορούκα, οι Δοράσκοι, οι Γκουάιμοι, οι Τσιρίπο… … Dictionary of Greek
εξαγνισμός — εξαγνισμός, ο και εξάγνιση, η 1. η αφαίρεση κάθε ηθικής ακαθαρσίας, ο ηθικός καθαρμός, ηθικοποίηση. 2. η αποβολή της ηθικής ρύπανσης που προέρχεται από έγκλημα, ο εξιλασμός, η αποκάθαρση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)